διβίκιν

διβίκιν
διβίκιν, το (Μ)
ρούχο αρχοντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (περσ.) diva «μετάξινο ύφασμα κεντημένο με χρυσό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διβικίτσιν — και διφιγκίτσιν, το (Μ) είδος πολυτελούς αυτοκρατορικού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διβίκιν + (κατάλ.) ίτσιν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”